- βάβουλας
- οτο σκαθάρι: Τα χόρτα στην αυλή είναι γεμάτα βάβουλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Βαβούλας, Ιωάννης — Ναυμάχος του 1821 από τη Χίο. Τον Μάιο του 1825 πήρε μέρος (με το πυρπολικό του Εμμανουήλ Μπούτη) στην πυρπόληση τουρκικής κορβέτας στον Καφηρέα. Συνέπραξε επίσης, τον Ιούνιο του 1827, στην πυρπόληση μιας κορβέτας στην Αλεξάνδρεια. Από το όνομά… … Dictionary of Greek
ζούζουρας — ο έντομο που παράγει βοή, κάθε έντομο που κάνει βόμβο όταν πετά, ο βάβουλας ή η βάβουλα, η χρυσόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο ζου ζου (πρβλ. ζουζούνι) κατά τα βάβουρας, μπάμπουρας κ.τ.ό. ή για υποχωρητικό… … Dictionary of Greek
Ευθυβούλης, Κωνσταντίνος — (Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1815 – Κωνσταντινούπολη 1859). Συγγραφέας. Το αληθινό επώνυμο του ήταν Βάβουλας. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και κατόπιν σπούδασε φιλοσοφία και μαθηματικά στο Παρίσι. Το 1845 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek